- ὀχυρωμάτιον
- -ου τό N 2 0-0-0-0-1=1 1 Mc 16,15small fortification; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ὀχυρωμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχυρωμάτιον — αὀχυρωμάτιον, τὸ (Α) [οχύρωμα] μικρό οχύρωμα, μικρό φρούριο … Dictionary of Greek